θεάδελφος

θεάδελφος
θεάδελφος, ὁ (Μ)
(για τον απόστολο Ιάκωβο) αδελφόθεος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θε- (βλ. θεο-) + αδελφός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… …   Dictionary of Greek

  • ԱՍՏՈՒԱԾԵՂԲԱՅՐ — (բօր.) NBH 1 0331 Chronological Sequence: 8c, 13c գ. ԱՍՏՈՒԱԾԵՂԲԱՅՐ ἁδελφόθεος, θεάδελφος frater dei, sive domini N.J.C. Որ եւ ՏԵԱՌՆԵՂԲԱՅՐ. Արդարն յակովբոս աւագն ʼի նոսա՝ որք կոչէին եղբարք Յիսուսի, այսինքն որդիք կղէովպայ եղբօրն Յովսեփայ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”